- μαργαριτῶν
- μαργαρῑτῶν , μαργαρίτηςpearlmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ANTHRAX — Graece Α῎νθραξ, nomen ardentium gemmarum quarum principatum obtinet, qui Anthrax proprie dictus est. Strabo l. 15. de India, Φέρει δὲ καὶ λιθίαν ἡ χῶρα πολυτελῆ κρυςτάλλων, καὶ ἀνθράκων παντοίων, ἔτι δὲ καὶ μαργαριτῶν: ubi nomine κρυςτάλλων,… … Hofmann J. Lexicon universale
CANDIDAE et CANDICANTES gemmae — dicuntur Plinio, l. 37. c. 9. quae κρύςαλλοι Straboni, l. 15. ubi de India, φέρει δὲ καὶ λιθίαν ἡ χώρα πολυτελῆ κρυςάλλων καὶ ἀνθράκων παντοίων, ἔτι δὲ καὶ μαργαριτῶν: h. e. crystallinâ facie gemmae, inter quas primatum obtinet adamas. Plinius,… … Hofmann J. Lexicon universale
DENS — quevasi edens dictus est. Sunt autem Dentes, minime extra curam a Vett. habiti: Hinc ridet Maximinam Mart. l. 2. Epigr. 41. quod eos haberet sordidos, nigrosqueve, Et tres sunt tibi Maximina dentes. Sed plane piceiqueve buxeiqueve. Et Horat. l. i … Hofmann J. Lexicon universale
PERFORACULUM — τρύπανον Graecis, a perforare, τρυπᾷν, proprie de gemmis. Solinus c. 52. Quartus, (loquitur de variis adamantum speciebus) in metallis ferrariis legitur, pondere coeteros antecedens, non tamen et potestate: Nam et bi. et qui in cupro… … Hofmann J. Lexicon universale
PERLA — vulgare vocabulum, Latin. Margarita, item Unio. Matth. Paris et Matth. Westmonaster. A. c. 1255. Et er at quidam lapis pretiosus, qui vulgariter dicitur Perla. Iac. de Vitriaco Histor. Orient. l. 3. In auro et argento, perlis et pomis ambrae,… … Hofmann J. Lexicon universale
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μαργαρίτα — Κοινή ονομασία πολλών άγριων ή καλλιεργούμενων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια των συνθέτων (compositae) και έχουν άνθη κατά κεφάλια, με εμφανή ακτινοειδή στεφάνη. Σε πολλές περιπτώσεις, οι μ. φέρουν δύο ειδών άνθη: τα πρώτα έχουν ακτινωτή… … Dictionary of Greek
Άγκρα — (Agra). Πόλη (1.321.410 κάτ. το 2001) της ΒΔ Ινδίας, στην πολιτεία Ουτάρ Πραντές, στον ποταμό Γιάμουνα, κύριο παραπόταμο του Γάγγη. Θεωρείται ιερή από τους Ινδούς, που πιστεύουν ότι εκεί έγινε η ενσάρκωση του Βισνού. Η πόλη, έως το 1504 που… … Dictionary of Greek
Γεροποτάμου, δήμος — Νέος δήμος (8.323 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγγελιανών, Αγίου Μάμαντος, Αλφάς, Αχλαδέ, Καλανδαρές, Μαργαρίτων, Μελιδονίου, Μελισσουργακίου, Ορθέ, Πανόρμου, Πασαλιτών … Dictionary of Greek
Παχώμιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ασκήτεψε μαζί με τους Ιλαρίωνα και Μάμα. Η μνήμη τους τιμάται στις 6 Μαΐου. 2. Μοναχός του Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στο Ουσάκι της Φιλαδέλφειας, όπου αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους (1730). 3.… … Dictionary of Greek